λέμβος ή βάρκα

λέμβος ή βάρκα
Γενική ονομασία σκαφών μικρών διαστάσεων. Οι λ. κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο, σπανιότερα από μέταλλο και, τέλος, από πλαστική ύλη. Η ύπαρξη καταστρώματος δεν είναι απαραίτητη, ενώ για την πρόωσή τους χρησιμοποιούνται κουπιά, πανιά ή κινητήρας. Ο κινητήρας ήταν παλαιότερα ατμομηχανή, την οποία τοποθετούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλες λ. των μεγαλύτερων πολεμικών σκαφών (ατμάκατοι). Οι ατμομηχανές έχουν αντικατασταθεί με μηχανές εσωτερικής καύσης, εσωλέμβιες και εξωλέμβιες. Η χρήση των λ. διαφόρων ειδών και μεγεθών και η εξέλιξη των σκαφών αυτών από την αυγή του πολιτισμού και έπειτα μαρτυρείται όχι μόνο από τα έργα πολλών συγγραφέων, αλλά κυρίως από ζωγραφικά έργα, ψηφιδωτά και γλυπτά, μερικά από τα οποία αποκαλύπτουν ιδιαίτερες τεχνικές, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Οι λ. χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών, για αλιεία, διάσωση ναυαγών κλπ., είτε στη θάλασσα είτε στις λίμνες και στους ποταμούς. Ανάλογα με τους τόπους, το σχήμα, τον εξοπλισμό, το μέγεθος και τη χρήση για την οποία προορίζονται, έχουν διαφορετικές ονομασίες. Ανάμεσα στις λ. που έχουν ειδικά χαρακτηριστικά είναι οι μεγάλες σωσίβιες λ., οι οποίες είναι εφοδιασμένες με κιβώτια αέρα, που παρεμποδίζουν τη βύθιση ακόμα και όταν εξαιτίας της σφοδρής τρικυμίας οι βάρκες γεμίζουν νερά, και οι πυροσβεστικές λ., οι οποίες έχουν προορισμό την κατάσβεση των πυρκαγιών στα λιμάνια και στους ναύσταθμους. Αυτές έχουν σύστημα αντλιών που λειτουργούν με τον κινητήρα πρόωσης του σκάφους. λεμβοδρομίες. Βλ. λ. κωπηλασία. Τύπος εξαιρετικά ελαφρής βάρκας, που χρησιμοποιείται ευρύτερα σε ορισμένα νησιά της Ινδονησίας, και ιδιαίτερα στο νησί Μπαλί. Χαρακτηριστική βάρκα των προαλπικών ιταλικών λιμνών. Σκελετός βάρκας, με το χαρακτηριστικό σχήμα των νομέων της. Χαρακτηριστική βάρκα κατασκευασμένη από ξύλο (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek

  • βάρκα — η μικρό πλεούμενο που κινείται με κουπιά ή μηχανή, η λέμβος: Στο μικρό λιμανάκι ήταν αραγμένες πολλές ψαράδικες βάρκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέμβος — η βάρκα με κουπιά ή πανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • καγιάκ — Στενόμακρη βάρκα που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κάτοικοι της Αρκτικής για να ψαρεύουν. Σήμερα χρησιμοποιείται από ορισμένους Εσκιμώους του Καναδά και της Γροιλανδίας. Ο διχτυωτός σκελετός του κ. κατασκευάζεται από ξύλο ή κόκαλο και… …   Dictionary of Greek

  • ψαρόβαρκα — η, Ν αλιευτική λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + βάρκα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”